- ικριωτήρ
- ἰκριωτήρ, -ῆρος, ὁ (Α) [ικριώ]1. ορθοστάτης που υποστηρίζει στοά ή υπερώο2. στον πληθ. oἱ ἰκριωτῆρεςα) το πάτωμα τού καταστρώματος πλοίουβ) τα ικριώματα*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἰκριωτῆρες — ἰκριωτήρ upright masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)